Ο
τρελλο -Γιάννης της Αθήνας, ο κατά Χριστόν σαλός
Η κατά Χριστόν σαλότητα, αποτελούσε
ως γνωστό πάντοτε ένα από τα πιο όμορφα κεφάλαια στοπολυάριθμο Συναξάρι
των Αγίων μας στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Ένα λίαν διδακτικό
κεφάλαιοσωτηρίας, που έδειχνε στην ουσία πως η δικαιοσύνη και η κρίση του
Θεού διαφέρει κατά πολύ απ’αυτήν των ανθρώπων. Ένα λιθαράκι επιπλέον σ’ αυτό το
κεφάλαιο αποτελεί και η ιστορία που μας αφηγήθηκε ένας ταπεινός
λευϊτης του ευαγγελίου, ένας στενός φίλος του Κυρίου μας, της Παναγίαςμας, του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, του Αγίου Χαραλάμπους, του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, τουΑγίου Αναστασίου του Γόρδιου. Ένας λευϊτης που ζει στα ευλογημένα βουνά των Αγράφων.Πρόκειται για ένα πραγματικό άνθος ευωδίας που ολοένα και περισσότερο ανακαλύπτεται από τιςκαταπονημένες από τη ζωή ψυχές, που σαν μέλισσες ταξιδεύουν κοντά του για να γευτούν ως δώροτην πολύτιμη γύρη που εκπέμπει η παρουσία του και ο λόγος του.Η αφήγηση του αφορούσε έναν σύγχρονο κατά Χριστό σαλό, που έζησε σε μία από τις απρόσωπες,απρόσιτες και αποξενωμένες γειτονιές της Αθήνας.Ο τρελό –Γιάννης αυτόν αφορά η αφήγηση του ζούσε σε μία φτωχική γκαρσονιέρα που κληρονόμησε από τη μητέρα του σε μία πολυκατοικία 20 συνολικά διαμερισμάτων. Εργαζόταν στο φούρνο τηςγειτονιάς του και έπιανε δουλειά ξημερώματα. Από το φούρνο που εργαζόταν συνήθιζε να γεμίζει δυό
σακούλες με ψωμιά και
κουλούρια καθημερινά και έτρεχε να τα μοιράσει σε γέροντες, γερόντισσεςκαι
φοιτητές στη γειτονιά του. «Να είπα να σας φέρω λίγο ζεστό ψωμί, δώρο του
κυρ -Αποστόλη του φούρναρη για να τον μνημονεύετε στις προσευχές σας»,
έλεγε. Η αλήθεια ήταν ότι ο τρελό -Γιάννηςδιέθετε κάθε μήνα ένα μεγάλο
μέρος του μισθού του για την τροφοδοσία σε ψωμί των φτωχών
τηςγειτονιάς του. Στον κυρ-Αποστόλη έλεγε πως εξυπηρετεί λίγους φίλους
αρρώστους και πως τάχαπληρώνεται για αυτό.Πως γνώριζε όμως τους φτωχούς της
γειτονιάς του; Να είχε τη συνήθεια να χτυπά αδιάκριτα τακουδούνια όχι μόνο
της πολυκατοικίας του αλλά και των διπλανών πολυκατοικιών.
Αυτοσυστηνότανσ’ όλους και τους ρωτούσε αν χρειάζονταν κάτι να τους
εξυπηρετήσει. «Πως ξημερώσατε σήμερα;Μήπως έχει προκύψει κανένα πρόβλημα
και μπορώ να σας φανώ χρήσιμος; Τα παιδιά σας πως πάνε;»Στην αρχή κάποιοι
τον απόπερναν. Άλλοι του έκλειναν κατάμουτρα την πόρτα αρνούμενοι να τουμιλήσουν,
φανερά ενοχλημένοι από την απροσδόκητη παρουσία του. Άλλοι όμως περίμεναν τον
τρελό-Γιάννη για να ακούσουν, όπως έλεγαν καμιά κουβέντα καλή. Τελικά τους
έμαθε όλους, γνώριζε τιςιδιοτροπίες αλλά και στοιχεία του χαρακτήρα
τους.Τα βράδια συνήθιζε ο τρελό -Γιάννης να αποσύρεται στο φτωχικό
σπίτι του και προσευχόταν. Τουάρεσε να διαβάζει δυνατά το Ψαλτήριο για να
φεύγουν, όπως είπε, σε κάποιον που τον ρώτησε τακακούδια από τη γειτονιά.
Το διάβαζε τόσο δυνατά που κάποιος νεοφερμένος νοικάρης που δεν τονήξερε
καλά μια ημέρα κάλεσε την αστυνομία διαμαρτυρόμενος για διατάραξη
ησυχίας! Ακόμηκαθημερινά ο σαλός λιβάνιζε ξεκινώντας από τον τελευταίο όροφο
μέχρι και κάτω όλα ταδιαμερίσματα. Και τις αυλές έβγαινε και λιβάνιζε. Και
όταν κάποιος ήταν άρρωστος τον επισκεπτότανκαι αφού τον λιβάνιζε και τον
σταύρωνε του διάβαζε συλλαβιστά με τα λίγα κολλυβογράμματα πουγνώριζε την
καθολική επιστολή του Ιακώβου... «Εύχεσθε υπέρ αλλήλων ίνα ιαθήτε»
τους έλεγε. Τουςπαρότρυνε να εξομολογηθούν και να κοινωνήσουν για να γίνουν καλά
άπό το μεγάλο γιατρό, τονΧριστό μας...Δεν ήταν λίγες μάλιστα οι φορές που
γυρνώντας από τον φούρνο έπαιρνε τη σκούπα και σκούπιζε τηνπολυκατοικία
για να είναι όπως έλεγε καθαρή.Του άρεσε να
παρεμβαίνει χαμογελώντας σ’ αυτούς που συνήθιζαν να καυγαδίζουν για
τα πολιτικάκόμματα δημοσίως στα καφενεία (παλαιότερα υπήρχαν μεγάλοι
καυγάδες για τα κόμματα). «Αχ βρεεσείς γιατί υπολογίζετε και στηρίζεσθε σε
τενεκέδες και κύμβαλα. Να παρακαλάτε άντί νατσακώνεστε να μας
στείλει ο Θεός ένα Δαυίδ για βασιλιά. Αυτός έλυνε τα προβλήματα γιατί
μάτωναντα γόνατά του στην ικεσία και στην προσευχή. Οι δικοί σας οι
έξυπνοι τι κάνουν; Ικετεύουν μόνο γιαμίζες και γίνονται ένα με τη διαφθορά...
Σας περνούν για χαζούς και σας κοροϊδεύουν», συνήθιζε νατους λέει. Φύγε
μωρέ τρελογιάννη απαντούσαν εκείνοι και για να τον αποφύγουν τον έστελναν
γιακανένα θέλημα. Εκείνος πάντα τους έλεγε «μην ελπίζετε στους άρχοντες. Να
έχετε μόνο την ελπίδασας στο Θεό».Μία ημέρα ο τρελό -Γιάννης δεν πήγε στη
δουλειά. Ο κυρ-Αποστόλης ο φούρναρης ανησύχησε. Ποτέδεν είχε λείψει.
Έστειλε λοιπόν κάποιον στο σπίτι του. Πριν φθάσει σ’ αυτό τον βλέπει το
σαλό με έναλευϊτης του ευαγγελίου, ένας στενός φίλος του Κυρίου μας, της Παναγίαςμας, του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, του Αγίου Χαραλάμπους, του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, τουΑγίου Αναστασίου του Γόρδιου. Ένας λευϊτης που ζει στα ευλογημένα βουνά των Αγράφων.Πρόκειται για ένα πραγματικό άνθος ευωδίας που ολοένα και περισσότερο ανακαλύπτεται από τιςκαταπονημένες από τη ζωή ψυχές, που σαν μέλισσες ταξιδεύουν κοντά του για να γευτούν ως δώροτην πολύτιμη γύρη που εκπέμπει η παρουσία του και ο λόγος του.Η αφήγηση του αφορούσε έναν σύγχρονο κατά Χριστό σαλό, που έζησε σε μία από τις απρόσωπες,απρόσιτες και αποξενωμένες γειτονιές της Αθήνας.Ο τρελό –Γιάννης αυτόν αφορά η αφήγηση του ζούσε σε μία φτωχική γκαρσονιέρα που κληρονόμησε από τη μητέρα του σε μία πολυκατοικία 20 συνολικά διαμερισμάτων. Εργαζόταν στο φούρνο τηςγειτονιάς του και έπιανε δουλειά ξημερώματα. Από το φούρνο που εργαζόταν συνήθιζε να γεμίζει δυό
φτυάρι να έχει ανοίξει τα φρεάτια
και να τα καθαρίζει από τα χώματα και τις ακαθαρσίες. «Βρε συ ντιπ-
για ντιπ ζουλάθηκες;» του λέγει. «Ο κυρ –Αποστόλης σε περιμένει στο
φούρνο και εσύκαθαρίζεις φρεάτια; Μήπως νομίζεις πως θα σε
προσλάβουν έτσι στο Δήμο;». Εκείνος απάντησε.«Ψάχνω να βρω από το
πρωί δυό κατοστάρικα που έχασα. Αλλά δεν θυμάμαι σε ποιό από τα πέντεφρεάτια
έπεσαν και έτσι τα άνοιξα όλα. Και μια που τ’ άνοιξα είπα να βγάλω
και τις βρωμιές και να τακαθαρίσω», είπε χαμογελώντας ο σαλός. «Τράβα
λοιπόν πες στον κυρ -Αποστόλη πως θα δουλέψωπιο πολύ αύριο για να
συμπληρώσω τις ώρες, Δύο κατοστάρικα είναι αυτά... Δεν είναι
παίξε -γέλασε»,είπε.Ποιός είδε τον φούρναρη τότε και δεν
τον φοβήθηκε. Μόλις έμαθε τα καμώματα του σαλούαπειλούσε να τον διώξει.
Μετά πέντε ώρες ο Γιάννης ο σαλός είχε ολοκληρώσει την εργασία του
και αποσύρθηκε ικανοποιημένος στο σπίτι του. «Τα βρήκες βρε συ τα
κατοστάρικα; Τον περιέπαιξε ομπακάλης. «Να πας στο Δήμαρχο να σου τα δώσει,
που του καθάρισες τα φρεάτια» του είπε γελώντας.Το απόγευμα της ίδιας
ημέρας ο ουρανός σκοτείνιασε. Μαύρα σύννεφα απλώθηκαν απειλητικά.Βροντές
και αστραπές και μία καταρρακτώδης βροχή άρχισε να πέφτει. Οι δρόμοι
μετατράπηκαν σεποτάμια παρασύροντας ότι βρήκαν στο διάβα τους ακόμη και
αυτοκίνητα. Στον ευρύτερο Δήμο τηςπεριοχής σημειώθηκαν πολλές καταστροφές.
Πλημμύρισαν σπίτια, καταστήματα, αποθήκες. Χάθηκανπεριουσίες. Η πυροσβεστική
δεν προλάβαινε να αντλήσει ύδατα. Ο δήμαρχος έκανε μία περιοδεία
τηνεπόμενη ημέρα για να διαπιστώσει προσωπικά τις ζημιές. Όλοι οι δημότες
διαμαρτύρονταν για ταβουλωμένα φρεάτια. Πήγε και στη γειτονιά του τρελο
-Γιάννη. Εκεί δεν υπήρχε ζημιά. Ο μπακάληςπου τον είδε του είπε: «Δήμαρχε,
να πας να ευχαριστήσεις τον τρελο -Γιάννη που σήμερα από το
πρωί καθάριζε τα φρεάτια. Μας έσωσε η τρέλα του σαλού που έψαχνε
να βρει τα δύο κατοστάρικα πουέχασε» πρόσθεσε. Αλλά και ο φούρναρης
είπε τα ίδια στον Δήμαρχο. «Ευτυχώς που ο τρελός δήμαρχεκαθάρισε τα
φρεάτια όμβριων υδάτων γιατί αλλιώς θα είχαμε πνιγεί με τέτοια βροχή.
Μας γλύτωσε ητρέλα του από τα χειρότερα». «Να που χρειάζονται και οι
τρελοί» είπε χαμογελώντας ο δήμαρχος.Ο σαλός κατά Χριστόν Ιωάννης συνήθιζε να
ντύνεται φτωχικά. Έτσι όπως τον έβλεπαν πολλοί τονλυπόντουσαν και του έδιναν
χρήματα. Πάρε βρε τρελέ να αγοράσεις κανένα παντελόνι και κανέναπουκάμισο
να φορέσεις. Εκείνος τους ευχαριστούσε. Έβαζε τα χρήματα σε
φακέλους, συμπλήρωνεκαι από το μισθό του και πήγαινε κρυφά και τα
πετούσε κάτω από τις πόρτες αυτών που είχαν ανάγκη. Όταν πήγαινε στο
σούπερ –μάρκετ συνήθιζε να ψωνίζει πράγματα αλλόκοτα. «Έβαζε στο καλάθι
λ.χ.ακόμη και πράγματα γυναικεία, που προκαλούσαν γέλια στις κοπελιές του
ταμείου. Ο ιδιοκτήτης τουσούπερ-μάρκετ τον λυπόταν και είχε δώσει εντολή να
του παίρνουν τα μισά χρήματα από τηνσυνολική αξία».Μία ημέρα κίνησε την
περιέργεια σε κάποιον να δει τι τα κάνει ο σαλός τόσα ψώνια. Έτσι
κρυφά μιαημέρα τον παρακολούθησε. Εκείνος πήγε σε μία απόμακρη γωνιά της μικρής
πλατείας για να μην τονβλέπουν και άρχισε να χωρίζει τα ψώνια. Εν
συνέχεια άρχισε να χτυπά, όπως συνήθιζε τα κουδούνιακαι να αφήνει έξω από
την πόρτα τις τσάντες με τα ψώνια. «Τα γυναικεία είδη που ψώνιζε
τα πήγαινεσε μία φτωχή φοιτήτρια, την Κατερίνα, παιδί πολύτεκνης
οικογένειας, που είχε μεγάλη ανάγκη». Όλοι στη γειτονιά την ημέρα της
εκδημίας του πριν από οχτώ χρόνια είχαν να εξιστορήσουν και απόμία αφήγηση
για τα «καμώματα» του τρελού. Ο Αναστάσιος, ο διαχειριστής στην
πολυκατοικία πουέμενε ο σαλός άρχισε να μιλά για την αγάπη που είχε
στην Εκκλησία. Πήγαινε σχεδόν καθημερινάστο ναό. Τις Κυριακές έφθανε ακόμη και
πριν από τον Παπά. Άναβε το κερί του, προσκυνούσε τιςαγίες εικόνες
και έπαιρνε τη θέση του μπροστά από την είσοδο του ναού κάνοντας τον
ζητιάνο. Ότι χρήματα μάλιστα, όπως μου αποκάλυψε ο παπάς, μάζευε πήγαινε
κρυφά και τα έβαζε στο παγκάρι υπέρ των φτωχών και των
γερόντων. Μία ημέρα η νεωκόρος τον είδε και νόμιζε ότι ήθελε
να τοκλέψει. Έτρεξε γρήγορα και ειδοποίησε τον παπά. «Παπά ο τρελο-
Γιάννης βάζει χέρι στο παγκάρι»του είπε. Ο παπάς προχώρησε τότε με προσοχή
και κοίταξε κρυφά. Είδε τον σαλό να βγάζει χρήματααπό τις τσέπες του και να
τα ρίχνει στο παγκάρι. Τι κάνεις εκεί βρε τρελέ; του φωνάζει. Και
εκείνοςτου απαντά. «Να πάτερ μου τρύπησε η τσέπη μου και για να
μην μου πέσουν και τα χάσω τα ρίχνωμέσα για να τα φυλάει η Παναγιά
μας και να τα δώσει σε πιο φτωχούς από μένα»!Η Νικολέττα στη συνέχεια
τραβώντας μια δυνατή ρουφηξιά καφέ πήρε το λόγο. Ένα σούρουπο πριναπό δέκα
, ίσως και παραπάνω χρόνια είδα έναν νεαρό να περιφέρεται περίεργα
στη γειτονιά μας. Τονπαρατηρούσα γιατί τον πέρασα για κλέφτη. Ξαφνικά βλέπω τον
τρελο-Γιάννη να βγαίνει από το σπίτι του φουριόζος και με γοργό
βήμα να κατευθύνεται τη μοναδική μονοκατοικία της γειτονιάς, όπου
έμενε τότε με ενοίκιο μία οικογένεια
τετραμελής. Στρογγυλοκάθησε ο τρελός μπροστά στασκαλοπάτια της αυλόπορτας και
άρχισε να ψέλνει δυνατά ύμνους της Παναγίας. Του άρεσε να λέει «το αγνή
Παρθένε...» Πέρασαν σχεδόν δυό ώρες και ο τρελός συνέχιζε να ψέλνει. Βγήκα
έξω και τουείπα να σταματήσει. Τότε είδα τον νεαρό να απομακρύνεται
βιαστικά. Ο σαλός σηκώθηκε και μπήκεστην μονοκατοικία. Από περιέργεια
πήγα να δω τι συμβαίνει. Ο νους μου δεν σας κρύβω πως πήγεστο κακό.
Χτύπησα το κουδούνι και η κοπέλα, μου άνοιξε.Ο τρελο-Γιάννης καθόταν στο
τραπέζι της κουζίνας και έτρωγε κάτι που του είχε σερβίρει η
κοπέλα.Δίπλα του στεκόταν ο πεντάχρονος γιος της. Απευθυνόμενος στο παιδάκι ο
σαλός άρχισε να του λέει πως μία από τις δέκα εντολές του Θεού είναι
αυτή που λέει «ου μοιχεύσεις». «Ξέρεις Γιωργάκι μου ημοιχεία δεν είναι
αρεστή στο Θεό. Η μοιχεία ανοίγει μία πύλη στο μιαρό Σατανά που μπαίνει
στοσπίτι και αλωνίζει. Χαλούν τότε οι οικογένειες και οι ασθένειες και ο πόνος
και το μίσος μπαίνουναπό τα παράθυρα και διώχνουν την ευλογία του Θεού που
έδωσε με το μυστήριο του γάμου. Ηγυναίκα και ο άνδρας, όπως είναι ο
μπαμπάς και η μαμά με το γάμο Γιωργάκη μου γίνονται μίασάρκα, ένα σώμα. Με
τη μοιχεία είναι σαν να κόβεις το χέρι σου».Δεν σας κρύβω πως θύμωσα πολύ.
«Τι λες βρε αθεόφοβε στο παιδάκι; Για συμμαζέψου...» είπα. Ηκοπέλα τότε έβαλε
τα κλάματα και μου είπε με αναφιλητά. «Για μένα τα λέει, άστον
μην τοναποπαίρνεις...»Ο τρελό – Γιάννης όμως έφυγε βιαστικά και η
κοπέλα τότε μου εξομολογήθηκε πως σκόπευε νααπατήσει τον άνδρα της με έναν
νεαρό που γνώρισε σε μία καφετέρια που είχε πάει με μία φίλη της ναπιεί καφέ.
Της είπε πως ο νεαρός θα τη συναντούσε στο σπίτι της, εκμεταλευόμενος
την απουσία τουάνδρα της που είχε πάει για δουλειές στην επαρχία αλλά
ο Θεός τη φύλαξε και δεν ήρθε. Γλύτωσααπό μεγάλο κακό Νικολέττα μου.
Θα χαλούσα την οικογένειά μου και το γάμο μου. Όταν χτύπησε οτρελο
-Γιάννης νόμιζα πως ήταν ο νεαρός και θα είχα τη δύναμη να τον διώξω.
Ευτυχώς ο Θεός μεγλύτωσε από μεγάλη αμαρτία. «Ο σαλός σε προφύλαξε γιατί
ο νεαρός ήρθε αλλά στο σκαλοπάτι τηςεξώπορτας καθόταν επί ώρες ο σαλός
ψέλνοντας καθώς σεργιανούσε έξω από την πόρτα σου ο νεαρός. Δεν τον
άκουγες;» της είπα.Είχα ακούσει λέγει τότε ο φούρναρης πως ο Γιάννης ήθελε από
μικρός να γίνει παπάς. Όμως λίγο ηκατοχή, λίγο ο εμφύλιος δεν κατάφερε να
τελειώσει το σχολείο. Έμαθε μόνο να διαβάζει και ναγράφει λίγο. Έτσι, όταν
πήγε νεαρός ακόμη στον Επίσκοπο και του ζήτησε να τον κάνει παπά εκείνοςτον
απέτρεψε συστήνοντάς του να πάει πρώτα στο σχολείο. Αλλά να, με όλα αυτά που
λέτε αλλά και μ’ αυτά που γνωρίζω και εγώ που τον είχα στο φούρνο
μπορώ να πω πως ο Θεός μπορεί να μην τονέκανε παπά αλλά
τον έχρισε Επίσκοπο στη γειτονιά μας. Τα τελευταία λόγια του
κυρ -Αποστόληχάθηκαν μέσα στους λυγμούς του και τα δάκρυά του.Δάκρυα τότε
κύλησαν και από πολλούς άλλους παριστάμενους. Όλοι ήθελαν να καταθέσουν τη
δικήτους μαρτυρία. Δύο κοπέλες παρατηρούσαν αμήχανα πιο απόμακρα.
Στο πρόσωπό τους ζωγραφιζότανέκδηλα ο θαυμασμός ανάμεικτος με το
συναίσθημα της θλίψης. Κανείς εκ των παρευρισκομένων δεντις γνώριζε και
όλοι αναρωτιόντουσαν να μάθουν ποιες ήταν. Ο κυρ Αναστάσης πίστεψε
πως θασυνδέονταν με κάποια συγγένεια και ως διαχειριστής που ήταν πήρε την
πρωτοβουλία και τις ρώτησεαν είχαν κάποια σχέση με τον εκδημήσαντα προς
Κύριον.Η πιο εύσωμη τότε, αφού σκούπισε τα δάκρυά της άρχισε να λέγει.
«Ονομάζομαι Αρετή και μαζί μετη φίλη μου την Καλλιόπη εργαζόμαστε στο
νοσοκομείο Παίδων. Πριν από αρκετά χρόνια γνωρίσαμετον κυρ-Γιάννη τον
Κλόουν. Έτσι τον ξέραμε αυτόν που εσείς αποκαλείτε τρελο -Γιάννη.
Ερχότανσχεδόν κάθε Κυριακή απόγευμα φορτωμένος πάντα με παιχνίδια. Τα
μοίραζε στα παιδιά και έπαιζεμαζί τους. Τα αγαπούσε όλα αλλά
έδειχνε ιδιαίτερη μέριμνα και αγάπη σ’ όσα νεογέννητα μεγάλωνανστο
νοσοκομείο μόνα τους, επειδή τα είχαν εγκαταλείψει οι γονείς τους. Τους
έφερνε ρούχα, παιχνίδιακαι όλο και άφηνε και κάποια χρήματα στην
εφημερεύουσα νοσοκόμα μη τυχόν χρειαστούν και κάτι άλλο στο διάστημα
που εκείνος δεν ερχόταν. Εμείς δεν τον ξέραμε ως τρελό, όπως εσείς. Για
μας ήτανο πιο καλός κλόουν που διασκέδαζε όσο κανείς άλλος
τα παιδιά...».«Αγαπούσε πιο πολύ ένα μικρό παιδάκι που οι γονείς του
το εγκατέλειψαν γιατί είχε σύνδρομοDown» συμπλήρωσε η Καλλιόπη. «Βρε
Καλλιοπίτσα, πως αυτό το αγγελουδάκι το άφησαν,αναρωτιόταν. Οι καημένοι (οι γονείς) αν
ήξεραν ότι το αγγελουδάκι αυτό αποτελούσε γι’ αυτούς τοεισιτήριο για τον
παράδεισο και την αιωνιότητα δεν θα το εγκατέλειπαν. Αφήνεις μωρέ ένα
τέτοιοθησαυρό; Ο Χριστός μας Καλλιοπίτσα μου είπε πως είναι αγάπη. Και η αγάπη
ξέρεις εμπεριέχει τηθυσία. Αγάπη χωρίς θυσία είναι σαν τον άδειο
τενεκέ, τον ξεγάνωτο που έλεγε και η μανούλα μου. ΟΧριστός
Καλλιοπίτσα μου είπε πως όποιος δεν έχει αγάπη θυσιαστική μοιάζει
σαν ένα μηδενικό. Αν
ξέραμε καλό μου κορίτσι τι θησαυρούς
στέλνει στον άνθρωπο συνεχώς ο Θεός για να τον σώσει θαπετούσαμε τις
σκούφιες μας από τη χαρά μας. Να δες, αυτό το αγγελουδάκι είναι ένας
τέτοιοςθησαυρός. Θα σου πω μάλιστα ένα μυστικό. Αν βρισκόταν σήμερα
μια καλή οικογένεια και το υιοθετούσε, τότε όχι μόνο θα έπαιρνε
αμέτρητες ουράνιες ευλογίες αλλά με τη θυσία της αγάπης τους να
αγκαλιάσουν ένα λαβωμένο στο σώμα αγγελουδάκι θα το γιάτρευαν. Γιατί ο
τριαδικός Θεός μαςείναι φιλεύσπλαχνος και φιλόστοργος». Αυτά μου είπε
ο κυρ-Γιάννης καθώς κοίταγε το άρρωστο και εγκαταλελειμμένο
παιδάκι που κοιμόταν στο νοσοκομειακό κρεβατάκι του. «Δεν είναι
Καλλιοπίτσαμου περίεργο οι άνθρωποι σήμερα να νοιάζονται περισσότερο για
τα ζωάκια και σ’ αυτά τα παιδάκια να μην δίδουν σημασία. Δεν λέω πως
δεν πρέπει να αγαπάμε τα πετεινά και τα ζώα. Και εκείνα πρέπει να τα
φροντίζουμε αλλά πόσο μάλλον πρέπει να φροντίζουμε τον πάσχοντα άνθρωπο, που
αποτελεί και εικόνα του Θεού. Να γίνουμε καλοί Σαμαρείτες χρειάζεται
σήμερα ώστε να δίνουμε και τη ζωήμας όταν παραστεί ανάγκη για την
ανακούφιση του άλλου. Μην το ξεχνάτε αυτό, ιδιαίτερα εσείς
οι νοσοκόμες που η εργασία σας συνδέεται με τον ανθρώπινο
πόνο.Είχα την εντύπωση πως ο κυρ- Γιάννης ήταν θεολόγος -καθηγητής.
Αυτό συμπέρανα από τις βαθιέςθεολογικές αλλά και απλές αναλύσεις του. Ήξερε όλη
την Αγία Γραφή και με παρότρυνε με πίστη ναδιαβάζω κάθε ημέρα μία- δύο
σελίδες από την Αγία Γραφή που ο ίδιος μου χάρισε. Με συμβούλευε
ναγονατίζω καθημερινά μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς και να τις περιγράφω
με λεπτομέρεια τιςχαρές, τις λύπες, τα προβλήματα της ημέρας. «Καλή
μου Καλλιοπίτσα ζήτα από την Παναγίτσα μας ναγίνει η πιο καλή σου φίλη και
τότε θα δεις να αλλάζουν όλα γύρω σου. Η καλή μας Παναγία, είναι ηπιο καλή
μάνα, η πιο καλή αδελφή, η πιο καλή φίλη. Μίλα της ακούει», μου
έλεγε. Όταν χθες το βράδυ, του τηλεφώνησα και κάποιος κύριος μου είπε
πως πέθανε και με ενημέρωσε γιατην κηδεία ένοιωσα σαν να έχασα τον
πατέρα μου. Ξαφνικά πετάγεται πάνω ο κυρ- Αναστάσης και ρωτά.
«Πότε τηλεφώνησες; Χθες το βράδυ γύρω στις οκτώ. Ήθελα να τον ρωτήσω
αν αυτή τηνΚυριακή που έχω βάρδια θα ερχόταν, γιατί δεν σας κρύβω πως τον
κυρ-Γιάννη τον εμπιστευόμουνπερισσότερο απ’ όλους, ακόμη και από τους γονείς
μου... Μα το σπίτι είναι κλειστό από προχθές και κλειδιά έχω μόνο
εγώ, αναρωτήθηκε ο κυρ -Αναστάσης. Στράφηκε λοιπόν προς
τους υπολοίπους και τους ρώτησε αν κάποιος έχει κλειδιά. Η απάντηση
ήταν αρνητική. «Μα η φωνή που μου απάντησεέμοιαζε μ’ αυτή του κυρ-Γιάννη.
Θεώρησα πως είναι κάποιος συγγενής του. Τώρα όμως, που το λέτεθυμάμαι
πως με αποκάλεσε «Καλλιοπίτσα». Έτσι μόνο εκείνος μ’ αποκαλούσε! Εκείνη
την ώρα όμωςμε συγκλόνισε η αναγγελία του θανάτου και δεν έδωσα
σημασία... Τώρα Καλλιοπίτσα θα φροντίζετεμόνες σας τα παιδάκια γιατί ο
κυρ-Γιάννης πέθανε και δεν θα μπορεί να σας επισκεφθεί ως κλόουν,μου είπε.
Νόμιζα πως οι οικείοι του γνώριζαν αυτή τη δραστηριότητα του και δεν
έδωσα σημασία...Τώρα μαθαίνω πως δεν έχει συγγενείς και δεν ξέρω τι να πω».Τότε
ο παπά -Δημήτρης που παρακολουθούσε αμίλητος στεκόμενος σε
διπλανό τραπέζι σηκώθηκεόρθιος και
είπε. «Μα αυτός είναι άγιος». Άγιος, Άγιος φώναξαν αυθόρμητα όλοι.«Σας
ακούω τόση ώρα να αφηγείστε όλοι τις περιπέτειες του κοιμηθέντος αδελφού μας
Ιωάννη. Όλααυτά που είπατε για το τρελο- Γιάννη, όπως τον αποκαλείτε είναι
θαυμαστά γεγονότα τα οποίαχαρακτηρίζουν μόνο τη ζωή των αγίων της Εκκλησίας
μας. Έχω την εντύπωση πως δεν επρόκειτο γιαμια κοινή ομήγυρη κηδείας αλλά
για μια γιορτινή ατμόσφαιρα. Η διαπίστωση της Καλλιόπης για
τοτηλέφωνο με συγκλόνισε και μου έφερε στη μνήμη μου ένα ανάλογο
περιστατικό που αναφέρεται στηζωή του αγίου γέροντα Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτη...».Παπά
μου θέλει να μιλήσει και ο Δημητράκης, είπε ο κυρ –Αποστόλης. Πες το βρε
συ να τ’ ακούσουνόλοι, αυτό που μου είπες πριν από λίγο για τον
τρελο-Γιάννη. Ο Δημητράκης ήταν ένα παιδί σταπρώτα χρόνια της εφηβείας. Βάδιζε
τα δεκατέσσερα χρόνια και πήγαινε στη Β’ τάξη Γυμνασίου. Έμενε με τον
μικρότερο κατά τρία χρόνια αδελφό του Παύλο και τους γονείς του,
δύο πολυκατοικίεςπιο πέρα, από εκεί που κατοικούσε ο τρελο -Γιάννης.
Τον τελευταίο χρόνο σ’ αντίθεση με τα άλλαπαιδιά της ηλικίας του είχε στραφεί
προς τον Θεό. Οι φίλοι του δεν μπορούσαν να εξηγήσουν αυτή τημεγάλη
στροφή. Αναρωτιόντουσαν τι συνέβη και άλλαξε ο ζωηρός Δημητράκης και
πως άφησε τιςσκανδαλιές και τις αταξίες και στράφηκε στη μελέτη και
τη σωφροσύνη. Ακόμη και οι γονείς τουαγνοούσαν την αιτία αυτής της μεταστροφής
του. Στην αρχή μάλιστα πίστευαν πως έχει παρασυρθεί από καμιά
αιρετική οργάνωση. Στη συνέχεια όμως διαπίστωσαν πως δεν κρυβόταν τίποτε τέτοιο
πίσωαπό την αλλαγή του γιου τους. Έβλεπαν ακόμη πως από τότε που ο γιος τους εστράφη
προς τον Θεό,τα προβλήματα στην οικογένεια τους λιγόστευαν. Σταμάτησαν οι
καυγάδες. Οι έπαινοι των δασκάλωνστο σχολείο αντικατέστησαν τις
διαμαρτυρίες για τις αταξίες... Η στροφή του Δημητράκη άλλαξε τορουν (την
πορεία) της οικογένειας. Οι γονείς του εξεπλάγησαν ακόμη περισσότερο
όταν είδαν πως ο
γιος τους άρχισε να
εκκλησιάζεται κάθε Κυριακή και να διαβάζει την Αγία Γραφή που
του χάρισε οτρελο-Γιάννης. Ο καημένος ο Παναγιώτης πατέρας του Δημητράκη
που συνήθιζε να επισκέπτεται τηνΕκκλησία κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα
αναστατώθηκε. Συζήτησε το θέμα με την γυναίκα τουΠολυξένη. «Βρε γυναίκα,
μήπως ο Δημήτρης έχει μπλέξει; Πως άλλαξε έτσι; Μήπως
είχε καμιάερωτική απογοήτευση και τον παράτησε καμιά πιτσιρίκα; Φοβάμαι
ότι οι παπάδες θα τον χαλάσουν.Άντε που κινδυνεύει να τον πάρουν στο ψιλό
και οι φίλοι του και να τον κοροϊδεύουν. Τι λες δενπρέπει να του
μιλήσουμε» έλεγε. Η καημένη Πολυξένη άκουγε το σύζυγό της με προσοχή.
Δενμιλούσε. Όταν έφθασε η ώρα και πήρε το λόγο είπε: «Δεν ξέρω Παναγιώτη μου τι
να πω. Μπορεί ναέχεις δίκαιο. Δεν σου κρύβω πως αυτές οι σκέψεις
πέρασαν και από το δικό μου το κεφάλι. Ένα όμωςξέρω. Από τότε που ο
Δημήτρης παρουσιάζει αυτή τη συμπεριφορά το σπίτι μας ησύχασε.
Οι βαθμοί του στα μαθήματα σημείωσαν κατακόρυφη άνοδο. Οι δάσκαλοι
του έχουν να το λένε. Και αυτοί απορούν με το Δημήτρη. Με
ρώτησαν μάλιστα αν κάνει ιδιαίτερα μαθήματα... Κοντά στο
Δημήτρηπαρακινήθηκε και ο μικρός ο Παύλος. Ξέχασες Παναγιώτη μου πόσο
ανησυχούσαμε όταν παλαιότεραο Δημήτρης ερχόταν μετά τα μεσάνυχτα. Ξέχασες τότε
που βρήκαμε κάτω από το κρεβάτι του έναπακέτο τσιγάρα και το περιοδικό με τις
άσεμνες φωτογραφίες; Ξέχασες τότε που μας κάλεσαν στηναστυνομία για να
πάρουμε το παιδί μας που το κρατούσαν επειδή έσπασε μαζί με άλλους σε
επεισόδιαπου έγιναν αμέσως μετά το πάρτυ του σχολείου τους; Ξέχασες τους
γείτονες μας που μαςπαραπονιόντουσαν ότι ο Δημήτρης μαζί με τους
φίλους του χτυπούν τον τρελο-Γιάννη και τονκοροϊδεύουν;Άκουσε
Παναγιώτη μου, αυτό που διαπιστώνω είναι πως με την αλλαγή του Δημήτρη ησύχασε
τοκεφαλάκι μου και το σπίτι μου. Τα προβλήματα λιγόστεψαν. Ακόμη και
οι καυγάδες μας ωςαντρόγυνο μειώθηκαν. Από τι στιγμή που ο Δημήτρης
μας έφερε το Θεό στο σπίτι επανήλθε τοχαμόγελο και η ευτυχία. Αναρωτιέμαι
λοιπόν μήπως εμείς κάναμε λάθος; Μήπως εμείς ευθυνόμαστεπου τα παιδιά μας
είχαν πάρει τέτοια πορεία; Παναγιώτη αντί να φοβόμαστε για τον Δημήτρη θα
σουπρότεινα να τον ακολουθήσουμε στην πορεία του. Να αρχίσουμε
σαν οικογένεια να πηγαίνουμε στηνΕκκλησία. Να εφαρμόσουμε και αυτό που μας
έλεγε προχθές ο τρελο-Γιάννης, όταν τον φώναξες ναφάμε μαζί... Να
βρούμε δηλαδή έναν καλό πνευματικό και να εξομολογηθούμε. Αυτό
εννοούσε οσαλός, όταν έλεγε ότι η εξομολόγηση είναι η βενζίνη που κινεί
τον άνθρωπο προς τον ουρανό. Δενμας ρωτούσε ακόμη εάν θέλουμε να
ταξιδεύσουμε στον ουρανό και εμείς γελούσαμε και θεωρούσαμεαυτά
τρέλες;»«Βρε γυναίκα καταλαβαίνω τι λες αλλά να σκέφτομαι πως θα μας
κοροϊδεύουν οι φίλοι μας εάνκάνουμε κάτι τέτοιο;» της λέγει ο Παναγιώτης. «Αυτό
το σκέφτηκα και εγώ αλλά σκέφτηκα όμως και κάτι άλλο. Τότε Παναγιώτη που
δεν είχαμε να πληρώσουμε τη δόση του στεγαστικού και ζήτησες
τηβοήθεια των φίλων μας θυμάσαι πως όλοι μας ξέχασαν; Όλοι
εξαφανίστηκαν και έπαψαν ακόμη και να τηλεφωνούν; Πότε μας
συμπαραστάθηκαν οι φίλοι μας; Μόνο όταν τους καλούμε για φαγητό στοσπίτι ή
σε καμιά ταβέρνα έρχονται. Συ δεν μου είπες πως μας κουτσομπολεύουν και
κατά βάθοςδιαπίστωσες πως χαίρονταν όταν τους λέγαμε τα προβλήματά μας για τα
παιδιά; Θα είχαμε χάσει τοσπίτι εάν τότε δεν βρίσκαμε κάτω από την πόρτα
μας εκείνο το φάκελο με τις 100.000 δραχμές, γιατον οποίο ποτέ δεν μάθαμε
μέχρι σήμερα ποιος τον έβαλε αν και υποπτεύομαι ότι ο σαλός
κρύβεται πίσω από αυτό το γεγονός» απάντησε η Πολυξένη. «Όχι, όχι το
σαλό γυναίκα τον ρώτησα αλλάαρνείται πως έκανε κάτι τέτοιο. Άλλωστε
που ήξερε ο σαλός το οικονομικό πρόβλημα μας;» «Αυτόςόλα τα ξέρει,
αφού φέρνει βόλτα όλη τη γειτονιά. Ίσως μας είδε στεναχωρημένους και
ρώτησε τοΔημήτρη ή τον Παύλο; Μην αποκλείεις τίποτε γιατί τέτοια φακελάκια
έχουν πάρει και άλλεςοικογένειες εδώ γύρω». Την Κυριακή που ακολούθησε
μετά τη συζήτηση οι γονείς ανακοίνωσαν στονΔημήτρη πως θα πάνε μαζί του
στην Εκκλησία. Ξύπνησαν μάλιστα και τον Παύλο, που προτιμούσετον ύπνο κάθε
Κυριακή... Μια μέρα έχουμε για να κοιμόμαστε συνήθιζε να λέγει. Ο
Δημήτρηςξαφνιάστηκε στην αρχή και ίσως να θεωρούσε πως θέλουν να τον
ελέγχουν. Όταν όμως διαπίστωσεότι αυτό συνεχιζόταν και πως οι γονείς του
απέκτησαν και πνευματικό και άρχισαν να διαβάζουνπνευματικά βιβλία τότε
μιλούσε για θαύμα.Με την παραίνεση λοιπόν του κυρ- Αποστόλη ο Δημητράκης
άρχισε να καταθέτει τη μαρτυρία του. Όλοι είχαν στρέψει την προσοχή
τους προς αυτόν. Στο μεταξύ είχε μαζευτεί και άλλος κόσμος απόδιπλανά τραπέζια.«Μια ημέρα η μάνα μου
με έστειλε να πάω να πάρω στο φούρνο του κυρ-Αποστόλη ψωμί.
Καθώςαγόραζα ψωμί έκανα και μια άσχημη πράξη που συνήθιζα να κάνω μαζί και με
τους φίλους μου. Ναέκλεψα μια σοκολάτα. Ο κυρ-Αποστόλης δεν το κατάλαβε και
πίστευα πως δεν με είδε κανείς. Από
την επόμενη ημέρα όμως καθώς έβγαινα
από το σπίτι να πάω σχολείο έβρισκα έξω από την πόρτα μαςδύο
παρόμοιες σοκολάτες, σαν και αυτή που είχα κλέψει. Αυτό συνεχίστηκε για είκοσι
σχεδόν ημέρες.Ρώτησα τη μάνα μου ποιος βάζει τη σοκολάτα και μου είπε
πως κάθε πρωί χτυπά το κουδούνι τηςπολυκατοικίας ο τρελο-Γιάννης. Αυτός Δημητράκη
μου κάνει τέτοιες παλαβομάρες, μου είπε η μάναμου. Τότε κατάλαβα πως
πρέπει ο σαλός να με είδε όταν άρπαξα τη σοκολάτα και θέλει έτσι να
μεεκδικηθεί. Θα του δείξω εγώ του τρελού που επιδιώκει να με κάνει να νιώθω
άσχημα για μιαψωροσοκολάτα που έκλεψα. Έτσι σκεφτόμουν, τότε. Την άλλη
ημέρα βρήκα πάλι τις σοκολάτες, μίαγια μένα και μία για τον Παύλο
τον αδελφό μου μαζί με ένα σημείωμα που έγραφε τις δέκα εντολέςκαι
είχε υπογραμμισμένη αυτή που λέει «ου κλέψεις». Θύμωσα πολύ.Μόλις λοιπόν
σχόλασα πήγα αμέσως στην πολυκατοικία του τρελο- Γιάννη και χτύπησα το
κουδούνι του. Μου άνοιξε την πόρτα με ένα χαμόγελο και μου είπε.
«Συγνώμη Δημητράκη μου. Ξέρω πωςήλθες να μου ρίξεις δύο μπάτσες για τις
σοκολάτες. Μπάτσες εγώ ο χαζός αξίζω. Έλα χτύπα με, όσοπιο δυνατά μπορείς.
Βγάλε το θυμό σου». Τα έχασα και πήγα να φύγω. Φοβήθηκα. Που ήξερε οτρελός ότι
πήγαινα να τον χτυπήσω, αφού δεν το είχα πει σε κανένα. Στην απορία
μου αυτή απάντησεαμέσως. «Θα αναρωτιέσαι καλό μου παιδί ποιος μου το
είπε πως έρχεσαι να με χτυπήσεις. Έτσι δενείναι;» Έγνεψα καταφατικά.
«Να πριν από σένα ήταν εδώ ο Άγιος Δημήτριος , που σε
προστατεύει και η Παναγία μας και μου το είπαν. Ξέρεις σ’ αγαπούν
πολύ και μιλούν συχνά για σένα. Να προχθές μετην Ελενίτσα τη συμμαθήτριά σου που
τη χαστούκισες όταν διαφωνήσατε τους στεναχώρησες πολύκαι έκλαιγαν εδώ μαζί
μου. Δημητράκη μου θα σου πω ένα μεγάλο μυστικό με τον όρο πως
όσοβρίσκομαι σ’ αυτή τη ζωή δεν θα το πεις πουθενά.
Δέχεσαι;». Ναι, απάντησα ενώ έβλεπα τον τρελο- Γιάννη να λάμπει από
χαρά. «Ο Χριστός μας Δημητράκη θέλει να έρχεται στο σπίτι σας
αλλά όσες φορές ήλθε να σας επισκεφθεί άκουσε καυγάδες και
έφυγελυπημένος. Είπε λοιπόν να σου δώσω να διαβάσεις τις εντολές Του, να
τις μάθεις καλά και να τιςτηρείς και τότε θα επιστρέψει και θα
μένει διαρκώς μαζί σας. Ξέρεις τι σημαίνει να μένεις στο ίδιοσπίτι
μ’ Αυτόν που δημιούργησε τον κόσμο; Άντε φύγε τώρα να πας στο
σπίτι γιατί η μάνα σου θαανησυχεί». Κίνησα να φύγω και ο
τρελο-Γιάννης ξεπροβοδίζοντας με μου είπε χαμογελώντας. «ΒρεΔημητράκη που πας
να φύγεις ξέχασες να μου δώσεις τις μπάτσες». Έφυγα πετώντας για το σπίτι
μου.Μόλις με είδε η μάνα μου με ρώτησε γιατί άργησα και της είπα
πως πήγα στον σαλό και του είπα ναμην ξαναβάλει σοκολάτες γιατί θα με
παχύνει. Μάνα, δώσε μου τριάντα δραχμές να δώσω στον κυρ-Αποστόλη το
φούρναρη γιατί πήρα κάτι και δεν μου έφθασαν τα λεφτά. Μου τα έδωσε και
πήγατροχάδην και τα έδωσα στον κυρ-Αποστόλη. Εκείνος ξαφνιάστηκε όταν του είπα
πως πήρα μιασοκολάτα μαζί με το ψωμί και ξέχασα να του την πληρώσω».«Ε!
ξαφνιάστηκα γιατί σε θεωρούσα αλητόπαιδο βρε Δημητράκη. Και μόλις έκανες
αυτή την πράξηείπα πως δεν πρέπει να κατηγορώ κανένα γιατί δεν ξέρεις
τι καρδιά κρύβεται πίσω από κάθε άνθρωπο.Από τότε σε συμπάθησα» πετάχτηκε
και είπε ο φούρναρης.Τράβηξε τότε στην αγκαλιά του τον Δημήτρη και
τον φίλησε ενώ ταυτόχρονα τον χάιδεψε στο κεφάλι.Η μητέρα του
Πολυξένη και ο σύζυγος της Παναγιώτης που παρακολουθούσαν τη σκηνή ήτανεμφανώς
συγκινημένοι. Η κυρά Πολυξένη τότε πήρε το λόγο και είπε. «Για μας ο
τρελο- Γιάννηςαποτέλεσε οικογενειακό στήριγμα. Ήταν αυτός που
συνέβαλε ώστε να κάνουμε στροφή προς τονΧριστό. Άλλαξε τη ζωή μας και μας
έκανε κοινωνούς του θαύματος της σωτηρίας. Μας έφερε στοσπίτι μας την
ευλογία και με τις εποικοδομητικές παρεμβάσεις του έσπασε τους τοίχους του εγωισμούπου
μας αποξένωναν από τον πλησίον μας. Για μένα, τον Παναγιώτη και τα παιδιά μου
υπήρξε φίλοςκαι αδελφός. Ως αδέλφια του λοιπόν αποφασίσαμε πριν λίγο
να σας προτείνουμε να μαζευτούμε τοπροσεχές Σάββατο στην ενορία μας, να
τελέσουμε το τριήμερο μνημόσυνο και εν συνεχεία να έλθετεστο σπίτι μας να φάμε
όλοι μαζί τιμώντας τη μνήμη του».Η πρόταση της κυρά –Πολυξένης μας
βρήκε όλους σύμφωνους. Ο κυρ- Αναστάσης μάλιστα που πήρεαμέσως το λόγο
συμπλήρωσε πως θα ήταν καλό αυτή η αυθόρμητη συζήτηση που άνοιξε στηναίθουσα
του Κοιμητηρίου να συνεχιστεί. Παρότρυνε κατόπιν τους παρευρισκομένους
νακαταγράψουν τα βιώματα και τις εμπειρίες τους που αποκόμισαν από τη
συναναστροφή που είχαν μετον εκδημήσαντα.Ο παπά –Δημήτρης εν συνεχεία
που βρέθηκε τυχαία στην ομήγυρη απευθύνθηκε στην κυρά-Πολυξένη και είπε:
«Δεν έτυχε να γνωρίζω τον εκδημήσαντα αδελφό Ιωάννη, αυτόν τον σαλό
κατάΧριστόν. Ωστόσο, θα σας παρακαλούσα εάν είναι δυνατόν και δεν έχετε
αντίρρηση να έρθω στηνοικία σας και να παρακολουθήσω την ευλογημένη αυτή
εξιστόρηση των θαυμαστών γεγονότων».«Μετά χαράς παπά μου, θα αποτελούσε
ιδιαίτερη τιμή για εμάς» είπε ο Παναγιώτης.
παρατήρησε το πόσο περίεργα τον
κοιτούσαν όλοι. Είδε στα μάτια των παρευρισκομένων νακαθρεφτίζεται μία αόριστη
απορία. Και εκείνος απορούσε γιατί ο κυρ-Αναστάσης κάλεσε μόνο αυτόν να
παρευρεθεί δίπλα του την ώρα της ανάγνωσης της επιστολής.Κάτι όμως
ασυνήθιστο τον παρακίνησε και αφού έριξε μία κλεφτή ματιά στην αγαπημένη
τουΚατερίνα παρακάλεσε τον κυρ -Αναστάση να πει δυό λόγια στη μνήμη του τρελο-
Γιάννη. Ο κυρ-Αναστάσης θέλησε να διαβάσει πρώτα την επιστολή και μετά
να του δώσει το λόγο. Τότε ο παπα-Βασίλης παρενέβη στη συζήτηση και είπε: «Άσε
το παιδί να μιλήσει Αναστάση».Ο Κωνσταντίνος τότε με χαμηλωμένο το
πρόσωπο πήγε μπροστά στο μικρόφωνο. «Θεωρώ και εκλαμβάνω τον εαυτό μου ως
το χειρότερο μίασμα που υπήρξε ποτέ στην ανθρωπότητα. Ξέρω ακόμηπως
ως «μίασμα» της κοινωνίας με αντιμετωπίζετε όλοι λόγω της αμαρτωλής πρώην
δραστηριότητάςμου. Έχετε απόλυτα δίκαιο. Έτσι μου αξίζει να με αντιμετωπίζετε
γιατί με τη ζωή που έκανα όχι μόνοέβλαπτα τον εαυτό μου αλλά και τους
πλησίον μου, εσάς δηλαδή αλλά και όλους αυτούς που έπιαναστα δίκτυα της
ανομίας. Παίρνω λοιπόν ως ευκαιρία τη δυνατότητα αυτή που μου έδωσε ο
κυρ-Αναστάσης για να ζητήσω από τον καθένα προσωπικά να με συγχωρήσετε.
Δεν αξίζω βέβαια ούτε καντη συγνώμη γιατί σας έβλαψα όσο δεν μπορείτε
να φανταστείτε. Έβλαψα την πόλη μας, τη συνοικία,τη γειτονιά μας. Έβλαψα φίλους
και γνωστούς μου, γονείς και συγγενείς γιατί μετέφερα με τη βιοτήμου, το
βούρκο της ακολασίας στην καθημερινότητά σας.Στην κατρακύλα μου αυτή που είχα
πάρει έδωσε τέλος οριστικό ο τρελο-Γιάννης. Οι προσευχές τουσαλού με έβγαλαν
από την παγίδα όχι ενός δαιμονίου αλλά ολάκερης λεγεώνας που είχαν
φωλιάσει μέσα μου. Ήμουν για σχεδόν δέκα χρόνια τραβεστί. Πίστευα
τότε ότι η ευτυχία βρίσκεται στην εφήμερηαπόλαυση που προκαλεί η σαρκική
επαφή. Ντυνόμουν προκλητικά, οργιζόμουν με τους ανθρώπους.Αντιμετώπιζα τη ζωή
ως ένα δοχείο ηδονής, το οποίο θα έπρεπε καθημερινά να φροντίζω να
γεμίζω. Έζησα το βούρκο της κολάσεως, όσο δεν μπορείτε να φανταστεί ο
ανθρώπινος νους. Συνήθιζα λοιπόνσε τακτά διαστήματα να αλλάζω κατοικία,
αφού με το δίκιο της η κοινωνία με εκλάμβανε ωςαπόβλητο. Και αυτό στην ουσία
ήμουν. Οι τσακωμοί, οι βρισιές και οι απογοητεύσεις πίστευα
ότι ήταν η καλύτερη άμυνα στην παθιασμένη κατά κυριολεξία μανία μου να
ακολουθήσω κάτι πουδιέφερε από το κοινωνικά πρέπον, από τα ιδανικά και τις
αξίες του ευαγγελίου. Θεωρούσα τότε ωςανθρώπινο δικαίωμα την ασθένεια μου και
είχα την ψευδαίσθηση πως ήταν πέρα ως πέραφυσιολογικό. Κάτι που είθισται
σήμερα κάποιοι ακόμη και ανώτατοι άρχοντες να διαφημίζουν ωςδήθεν διαφορετικότητα.Δεν
υπήρξε λοιπόν αστυνομικό τμήμα στην Αθήνα που να μην με γνωρίζει. Δεν
υπήρξε δικαστήριοπου να μην ήμουν «πελάτης» του είτε ως κατηγορούμενος
επειδή πρόσβαλα τα χρηστά ήθη είτε ωςμάρτυρας κατηγορίας η υπεράσπισης σε
διάφορες παρόμοιες υποθέσεις. Είχα την ψευδαίσθηση πωςμε την όλη ανήθικη δραστηριότητά
μου υπηρετούσα μία σιωπηλή επανάσταση κοινωνικής αποδοχήςτης
ομοφυλοφιλίας. Κυνηγημένος έφθασα και στη γειτονιά σας και παρουσιάστηκα
στην καλή και φτωχή γερόντισσα την κυρά Χρυσούλα προκειμένου να ζητήσω
την γκαρσονιέρα που νοίκιαζε. Εκεί συνάντησα για πρώτη φορά τον τρελο- Γιάννη,
ο οποίος είχε φέρει ψωμί στην σχεδόν άπορηγιαγιούλα.Η κυρά Χρυσούλα σε αντίθεση
με άλλους ενοικιαστές δεν με ρώτησε πολλά πράγματα. Απλώς μουείπε πως οι
30.000 δρχ. που ζητούσε για ενοίκιο, ήταν και τα μόνα χρήματά της για να τα
φέρει βόλτακαι με παρακάλεσε να μην τα καθυστερώ γιατί μ’ αυτά
πληρώνει τη ΔΕΗ, το νερό και τα κοινόχρηστακαι αγοράζει τα απαραίτητα προς το
ζην. «Αχ καλέ μου Κωνσταντίνε ο Θεός σε έστειλε. Τρεις μήνεςέχω
ξενοίκιαστο το σπίτι και ζω με τη βοήθεια του φούρναρη του κυρ-Αποστόλη και του
μπακάλη τουκυρ-Παντελή που μου στέλνουν ψωμί και τρόφιμα μ’ αυτόν τον σαλό»
είπε δείχνοντάς μου τον τρελο-Γιάννη.«Μα
ποτέ δεν έστειλα ψωμί κυρά Χρυσούλα, αφού δεν ήξερα για την κατάστασή
σου»γύρισε τότεαυθόρμητα και της είπε ο κυρ-Αποστόλης. «Ούτε εγώ έστειλα ποτέ
τρόφιμα», συμπλήρωσε ο κυρ-Παντελής. Μα έτσι μου έλεγε ο τρελο-Γιάννης είπε
εμφανώς απορημένη η κυρά Χρυσούλα.Μετά την μικρή αυτή «ευχάριστη»
παρέμβαση ο Κωνσταντίνος συνέχισε. «Συνήθιζε ο τρελο- Γιάννης να μην
αποκαλύπτει τις πράξεις του. Σε εσένα κυρά Χρυσούλα μου, έφερνε φαγητό,
σε εμένα όμωςέφερε τον ίδιο το Θεό». Τα μάτια του Κωνσταντίνου
βούρκωσαν και δάκρυα άρχισαν να τρέχουν.Μαζί του έκλαιγαν όλοι. Πήρε μία
βαθιά ανάσα και είπε: «Μετά τρεις ημέρες μετακόμισα στηνγκαρσονιέρα. Ο
τρελο- Γιάννης με βοήθησε να μεταφέρω τα πράγματα. Μάλιστα όταν ο
μεταφορέαςάφησε κάποιο υπονοούμενο εξ αφορμής της συμπεριφοράς και του τρόπου
ομιλίας μου ο τρελο-
Γιάννης τον αποστόμωσε λέγοντάς
του πως δεν έχει δικαίωμα να σχολιάζει κάποιος που συστηματικάζούσε
στη μοιχεία και συμπεριφερόταν βάναυσα στα δυό παιδιά του. Ο μεταφορέας σάστισε
και σταμάτησε τότε να ειρωνεύεται. Πίστεψα πως θα ήταν γνωστοί αλλά
απόρησα όταν φεύγονταςστράφηκε στον τρελο-Γιάννη και του είπε: «Εσύ τι
είσαι μάγος;» Ναι, Γιώργο έχω «μαγευτεί» από τηναγάπη του Χριστού μας,
απάντησε ο σαλός. Ζήτησε μάλιστα από τον μεταφορέα να πάψει ναστεναχωράει τον
Χριστό που παρ’ όλη τη συμπεριφορά του γιάτρεψε την κόρη του Θεοδώρα
απόσοβαρότατη ασθένεια. Με σκυμμένο το κεφάλι ο Γιώργος τότε έφυγε. Είναι ο
κύριος που κάθεται εκεί μαζί με τη γυναίκα του και μπορεί να επιβεβαιώσει
το συμβάν. Μου έκανε εντύπωση ο διάλογος αλλάτότε τον λογάριασα ως τρέλες
του σαλού.Το βράδυ λοιπόν της ίδιας ημέρας ντύθηκα με γυναικεία ενδύματα κατά
τη συνήθειά μου και πήγα σεγνωστό στέκι των τραβεστί στην λεωφόρο Συγγρού.
Φανταστείτε την έκπληξή μου όταν είδα τοντρελο- Γιάννη να με κοιτά από την
απέναντι γωνιά του τετραγώνου. Από τη σκέψη μου πέρασε πωςεπεδίωκε ερωτική
συντροφιά. Αλλά πως άραγε με βρήκε; Με παρακολούθησε ο σαλός και τώρα θα
ταπει στη κυρά Χρυσούλα. Αχ πάλι θα αναζητώ σπίτι. Καθώς σκεφτόμουν
όλα αυτά σταμάτησε ένας υποψήφιος πελάτης μπροστά μου. Σαν ελατήριο
τότε σηκώνεται ο τρελός και αρχίζει να φωνάζει.«Αυτός έχει AIDS, είναι
άρρωστος και θα σας κολλήσει. Φύγετε –φύγετε». Αιφνιδιάστηκα από τηναλλοπρόσαλλη
αυτή συμπεριφορά ενός ανθρώπου που ούτε καν γνώριζα. Βέβαια ο
υποψήφιοςπελάτης έφυγε. Άρχισα τότε να βρίζω τον τρελο- Γιάννη. Με έπιασε
μία υστερία... Αυτό συνεχίστηκεσχεδόν για ένα μήνα. Δεν μπόρεσα να καταλάβω ως
σήμερα πως ανακάλυπτε τα παράνομα στέκια. Ένα βράδυ, τον βάρεσα μάλιστα
πολύ άσχημα.Φανταστείτε όμως την έκπληξή μου, όταν κάθε βράδυ που γύριζα στο
σπίτι έβρισκα ένα φάκελο μεσχεδόν τα διπλά χρήματα απ’ αυτά που
συνήθιζα να εισπράττω από την βρώμικη αυτή δραστηριότητάμου και απέξω
έγραφε: «Ευλογία για τον δούλο του Χριστού Κωνσταντίνο». Δεν ήξερα
τότε τι να υποθέσω με όλα αυτά τα περίεργα που ζούσα. Τα
απογεύματα που συνήθιζα να βγαίνω από το σπίτι και έβλεπα τον τρελο-
Γιάννη θύμωνα. Εκείνος όμως έλεγε. «Κωνσταντίνε μου πάψε να στεναχωρείςτον
Χριστό και την Παναγιά μας που κλαίνε αδιάκοπα για σένα». Σκεπτόμουν ακόμη
και να φύγω απότο σπίτι αλλά κάτι με κρατούσε εκεί. «Ρε μήπως σε
ερωτεύτηκε και συμπεριφέρεται έτσι αλλόκοτά»μου έλεγαν οι άλλοι τραβεστί.
«Όχι, δεν δείχνει τέτοιες διαθέσεις» απαντούσα.Για να μην τα πολυλογώ
αποφάσισα να προσκαλέσω τον τρελο -Γιάννη στο σπίτι προκειμένου ναδώσω ένα
τέλος σ’ όλα αυτά. Νόμιζα πως κάποιος τον βάζει επίτηδες για να με τρελάνει.
Στηνπρόσκλησή μου ο τρελο -Γιάννης παρά το γεγονός ότι επανειλημμένως τον είχα
προπηλακίσει ανταποκρίθηκε θετικά. Δεν ξέρω τι με έπιασε εκείνη
την ημέρα και καθάρισα το σπίτι, μαγείρεψα κάτι πρόχειρο και το έριξα στο
διάβασμα. Ξεφύλλιζα ένα περιοδικό ποικίλης ύλης και κέντρισε τηνπροσοχή
μου ένα δημοσίευμα για κάποιο γέροντα ονόματι Πορφύριο που υπηρέτησε σε
παρεκκλήσιο νοσοκομείου στην Ομόνοια.Δεν πρόλαβα να το διαβάσω όταν άκουσα
τον τρελο-Γιάννη να χτυπά την πόρτα. Μόλις του άνοιξαμου είπε:
«Ευλογημένος να είσαι Κωνσταντίνε μου στο νυν αιώνα και στον μέλλοντα».
Πρώτη φοράάκουγα αυτόν τον χαιρετισμό, αλλά και για πρώτη φορά άκουσα το
δαιμόνιο να μιλά από μέσα μου.«Ήρθες και εδώ στο σπίτι μου τρελέ να με
εκδιώξεις; Δεν είμαι μόνος αλλά έχω συντροφιά και άλλους365 φίλους. Δεν
πρόκειται να φύγω. Φύγε εσύ γιατί θα σε σκοτώσω». Ο τρελο- Γιάννης τότε
ύψωσεμπροστά μου ένα σταυρό και είπε. «Στο όνομα της Αγίας και
ομοουσίου Τριάδος...» Δεν άκουσατίποτε άλλο γιατί λιποθύμησα. Όταν συνήλθα
αντίκρυσα τον σαλό να μου χαμογελάει. Ένιωθα μίαχαρά που βρισκόταν εκεί αλλά
δεν ήξερα την αιτία. «Σου έφερα ένα δώρο Κωνσταντίνε μου. Είναι τοΨαλτήριο,
ένα βιβλίο που έγραψε ο βασιλιάς και Προφήτης Δαυίδ». Τι έγινε, τι
συνέβη; Ρώτησα.«Κωνσταντίνε μου έχεις μεγάλη ευλογία. Ο Χριστός σε
επέλεξε. Σε ετοιμάζει για μεγάλους άθλους. Όμως, θα πρέπει να δώσεις
μεγάλο αγώνα γιατί αυτό που έχεις μέσα σου δεν πρόκειται να φύγει εύκολα».
Εάν βλέπατε τη λάμψη στο πρόσωπο του τρελο -Γιάννη θα κατανοούσατε το φόβο
μου.Θεωρούσα αηδίες τα περί δαιμονίων. Πίστευα ότι αποτελούν σκαρίφημα των
παπάδων και τηςθρησκείας για να φοβίζουν τον κόσμο και να απομυζούν εύκολα
χρήματα, να περνούν καλά, ναπλουτίζουν και άλλα τέτοια συναφή. Και να
τώρα που υπήρξα μάρτυρας της φθονερής για τονάνθρωπο δράσης τους. Ο τρελο-Γιάννης
από τότε έγινε αδελφός και φίλος. Το ίδιο βράδυ μάζεψα όλατα
γυναικεία ρούχα και τα παπούτσια και τα καλλυντικά και τα πέταξα στα
σκουπίδια. Την επόμενηημέρα άλλαξα το τηλέφωνό μου. Με τη βοήθεια του σαλού
μάλιστα έπιασα δουλειά σε λογιστήριομίας μεγάλης εταιρίας. Ο ιδιοκτήτης
της εταιρίας ήταν φίλος του τρελο-Γιάννη. Με προσέλαβε μεικανοποιητικό μισθό.
Ταυτόχρονα σχεδόν καθημερινά με τον
τρελο-Γιάννη πηγαίναμε σε ένα ναό ψηλά στον Υμηττό και οιερέας διάβαζε τις
ευχές του Μεγάλου Βασιλείου (εξορκισμούς) ενώ ο τρελο- Γιάννης
διάβαζεψαλμούς. Δεν μπορώ να σας περιγράψω τι έζησα. Αυτό που μπορώ τώρα να βροντοφωνάξω
από τηνεμπειρία αυτή είναι πως η ομοφυλοφιλία και εν γένει η πορνεία δεν
είναι διαφορετικότητα ούτεασθένεια είναι ένα φοβερό δαιμόνιο, που εξοργίζει τον
Παντοκράτορα. Αυτό επίσης που θέλω να σαςπω είναι πως η αγία μας Εκκλησία
έχει τα κατάλληλα όπλα για να εξολοθρεύει ολοσχερώς όλα αυτάπου σήμερα η
εκσυγχρονισμένη κοινωνία μας θεωρεί όπως και εγώ πίστευα κάποτε ότι είναι
βλακείες.Οι προσευχές του αγίου της γειτονιάς μας με γλύτωσαν. Άλλαξε τη
ζωή μου ολάκερη η γνωριμία μαζί του. Αυτά που έζησα τα τελευταία πέντε
χρόνια στην ευλογημένη αυτή γειτονιά συνθέτουν ένααληθινό θαύμα του τριαδικού
και μόνου αληθινού Θεού. Ξέφυγα μέσα από μία πραγματική κόλασηκαι ζω
μέσα σ’ έναν κόσμο που ούτε στα καλύτερα όνειρά μου δεν είχα ζήσει.Με
τη συνεχή συμπαράσταση του αγίου αυτού ανθρώπου που κάθε άλλο παρά τρελός ήτανκατανόησα
το λάθος, συνειδητοποίησα πράγματα και καταστάσεις που αποτελούν τα
θεμέλια τηςκοινωνίας μας, γνώρισα την αγάπη του Χριστού. Λειτουργούσα ως
εθισμένος σε τοξικές ουσίες, δενξεχώριζα από τους τοξικομανείς, ζούσα έναν
εφιάλτη, στον οποίο έδωσε τέλος ο τρελο -Γιάννης ο υπέροχος
αυτός άγιος του Θεού. Δεν θέλω άλλο να σας κουράσω με την ιστορία μου.
Άλλωστεκαταγράφω όπως πρότεινε ο κυρ-Αναστάσης όλη την ιστορία μου με λεπτομέρειες.
Ζητώ συγγνώμηκαι από εσάς και από τα πάμπολλα θύματα που παρέσυρα στα δίκτυα
της ανομίας, όπου ήμουνπαγιδευμένος. Ζητώ συγνώμη και από την αγαπημένη μου
Κατερίνα, η οποία άνοιξε την αγκαλιά τηςστον πιο αμαρτωλό όλης της οικουμένης,
έκλεισε τα αυτιά της στα δυσμενή σχόλια και τις δίκαιεςκριτικές και δέχτηκε την
πρότασή μου να προχωρήσουμε σε γάμο. Δέχτηκε να ζήσει με ένα μηδενικό,με
ένα απόβλητο, ένα μωρό. Και στον επικείμενο γάμο μας είχε επενδύσει με
δάκρυα και προσευχές οάγιος τούτος άνθρωπος, ο τρελο –Γιάννης. Τα
τελευταία λόγια του Κωνσταντίνου χάθηκαν μέσαστους λυγμούς του. Μαζί του
έκλαιγε ο παπά Βασίλης που έτρεξε και τον αγκάλιασε αλλά καί όλοι
οι παρευρισκόμενοι. "Σκέφτομαι παπά-Βασίλη να φύγω από τη γειτονιά
όχι για μένα αλλά για τηνΚατερίνα" ψέλλισε ο Κωνσταντίνος με δυσκολία.Τότε
ο παπά-Βασίλης πήρε το λόγο και είπε: "Αγαπητοί μου ο
Κωνσταντίνος εξεδήλωσε την επιθυμία να φύγει από τη γειτονιά μας. Τι
λέτε; Θα αφήσουμε μια ζωντανή μαρτυρία ενός θαύματος τουεκλιπόντος αδελφού
μας Ιωάννη, τον Κωνσταντίνο μας αλλά και την Κατερίνα μας να
φύγουν;" Όχι, Όχι, φώναξαν όλοι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου